Ας μάθουμε για τις Συμβάσεις εργασίας Ορισμένου και Αορίστου Χρόνου

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ;

Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν καθορίζεται το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο ο μισθωτός θα προσφέρει τις υπηρεσίες του και παύει αυτοδικαίως μόλις λήξει ο χρόνος για τον οποίο καταρτίστηκε. Η διάρκεια της σύμβασης μπορεί να προκύπτει είτε από τη συμφωνία των ενδιαφερομένων, είτε από άλλα δεδομένα δηλ. διάταξη νόμου, είδος νόμου, είδος και σκοπός συμβάσεως κ.λ.π. 

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;


-Η λήξη της σύμβασης είναι προκαθορισμένη
-Μπορεί να οριστεί η διάρκεια της σύμβασης μέχρι την ολοκλήρωση ενός συγκεκριμένου έργου, οπότε λήγει αυτόματα με την περάτωση
-Η σύμβαση λήγει αυτόματα, χωρίς να χρειάζεται κάποια ενέργεια από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο
-Ο εργοδότης υποχρεούται να δηλώσει ηλεκτρονικά τη λήξη της σύμβασης στο σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» μέσω του εντύπου Ε7 εντός τεσσάρων εργάσιμων
ημερών. 

Συμβάσεις ορισμένου χρόνου μετατροπή σε αορίστου

Η σύμβαση ορισμένου χρόνου γίνεται αορίστου εάν η συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων υπερβαίνει τα τρία χρόνια, ή εάν ο αριθμός των ανανεώσεων υπερβαίνει τις τρεις, ανεξάρτητα από το συνολικό διάστημα. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης.

Μπορεί να γίνει απόλυση πριν τη λήξη της σύμβασης;

Η σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί πριν τη λήξη της για σπουδαίο λόγο είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργαζόμενο. “Σπουδαίος λόγος” είναι η ύπαρξη γεγονότων στη διάρκεια της σύμβασης, εξαιτίας των οποίων είναι αδύνατη η εξακολούθησή της σύμφωνα με την καλή
πίστη (π.χ. παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων και προξένηση βλάβης από το μισθωτό με αθέτηση ουσιωδών όρων της σύμβασης και μείωση του
εργαζομένου από τον εργοδότη κ.λ.π).
Εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος δεν υποχρεούται ο εργοδότης σε αποζημίωση.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις καταγγελίας της σύμβασης από τον εργοδότη λόγω σπουδαίου λόγου είναι:
-Άρνηση παροχής εργασίας από τον εργαζόμενο
-Μη συμμόρφωση σε εντολές του εργοδότη
-Υβριστική συμπεριφορά εργαζόμενου
-Μακρόχρονη αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία
-Παράβαση υποχρέωσης πίστης-εχεμύθειας εκ μέρους του εργαζόμενου
-Κλονισμός σχέσης εμπιστοσύνης

Εάν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος και καταγγελθεί η σύμβαση, ο εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά τους μισθούς που θα έπαιρνε μέχρι τη λήξη της. Δεν θεωρούνται ως σπουδαίος λόγος οι οικονομοτεχνικοί λόγοι (μείωση κερδών, μείωση τζίρου κλπ). και γενικότερα οποιεσδήποτε ενέργειες ή αποφάσεις που ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του εργοδότη και αντανακλούν στην απασχόληση των εργαζομένων.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις καταγγελίας για σπουδαίο λόγο από τον εργαζόμενο:
-Υβριστική συμπεριφορά του εργοδότη
-Μείωση προσωπικότητας του εργαζόμενου
-Αθέτηση ουσιωδών όρων της σύμβασης
-Παρατεταμένη μη καταβολή αποδοχών
-Παράλειψη τήρησης υποχρεώσεων για την υγιεινή και την ασφάλεια.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ;

Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου είναι μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που δεν έχει προκαθορισμένη διάρκεια λήξης. Δεν ορίζεται ρητά η ημερομηνία λήξης, ούτε προκύπτει αυτή από τον σκοπό της εργασίας. Μπορεί να λυθεί μονομερώς τόσο από τον εργοδότη (απόλυση) όσο και από τον εργαζόμενο (παραίτηση). 
Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου διασφαλίζει περισσότερο τη θέση εργασίας γιατί παρέχει στον εργαζόμενο τη βεβαιότητα ότι θα διατηρεί σταθερά
τη θέση του όσο χρόνο δεν συντρέχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί την απόλυσή του.
Σύμφωνα με τη διάταξη του Ν. 3899/2010, η απασχόληση με σύμβαση αορίστου χρόνου θεωρείται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα μήνες και μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απολύσεως, εκτός εάν υπάρχει διαφορετική συμφωνία μεταξύ των μερών.

Scroll to Top